- γροίκηση
- η1) слушание; 2) понимание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγροίκηση — και γροίκηση, η (Μ και ἀγροίκησις, γροίκησις, ἐγροίκησις) [ἀγροικῶ και γροικῶ] 1. αντίληψη, νοημοσύνη 2. ακρόαση, άκουσμα, προσοχή, συνεννόηση … Dictionary of Greek
αγροικώ — και γροικώ (Ν και (α)γροικάω) (Μ και ἐγροικῶ) 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αναγνωρίζω 2. αισθάνομαι, νιώθω 3. έχω την αίσθηση τής ακοής, ακούω 4. υπακούω, πείθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Κοραή (Άτακτα 2, 95 6) το ρήμα προήλθε από το… … Dictionary of Greek